From Ottoman Turkish بالقان (balkan) + -ικός (-ikós).
βαλκανικός • (valkanikós) m (feminine βαλκανική, neuter βαλκανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βαλκανικός (valkanikós) | βαλκανική (valkanikí) | βαλκανικό (valkanikó) | βαλκανικοί (valkanikoí) | βαλκανικές (valkanikés) | βαλκανικά (valkaniká) | |
genitive | βαλκανικού (valkanikoú) | βαλκανικής (valkanikís) | βαλκανικού (valkanikoú) | βαλκανικών (valkanikón) | βαλκανικών (valkanikón) | βαλκανικών (valkanikón) | |
accusative | βαλκανικό (valkanikó) | βαλκανική (valkanikí) | βαλκανικό (valkanikó) | βαλκανικούς (valkanikoús) | βαλκανικές (valkanikés) | βαλκανικά (valkaniká) | |
vocative | βαλκανικέ (valkaniké) | βαλκανική (valkanikí) | βαλκανικό (valkanikó) | βαλκανικοί (valkanikoí) | βαλκανικές (valkanikés) | βαλκανικά (valkaniká) |