from βαμβάκι (vamváki, “cotton”)
βαμβακερός • (vamvakerós) m (feminine βαμβακερή, neuter βαμβακερό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βαμβακερός (vamvakerós) | βαμβακερή (vamvakerí) | βαμβακερό (vamvakeró) | βαμβακεροί (vamvakeroí) | βαμβακερές (vamvakerés) | βαμβακερά (vamvakerá) | |
genitive | βαμβακερού (vamvakeroú) | βαμβακερής (vamvakerís) | βαμβακερού (vamvakeroú) | βαμβακερών (vamvakerón) | βαμβακερών (vamvakerón) | βαμβακερών (vamvakerón) | |
accusative | βαμβακερό (vamvakeró) | βαμβακερή (vamvakerí) | βαμβακερό (vamvakeró) | βαμβακερούς (vamvakeroús) | βαμβακερές (vamvakerés) | βαμβακερά (vamvakerá) | |
vocative | βαμβακερέ (vamvakeré) | βαμβακερή (vamvakerí) | βαμβακερό (vamvakeró) | βαμβακεροί (vamvakeroí) | βαμβακερές (vamvakerés) | βαμβακερά (vamvakerá) |