βαπτιστικός • (vaptistikós) m (feminine βαπτιστική, neuter βαπτιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαπτιστικός • | βαπτιστική • | βαπτιστικό • | βαπτιστικοί • | βαπτιστικές • | βαπτιστικά • |
genitive | βαπτιστικού • | βαπτιστικής • | βαπτιστικού • | βαπτιστικών • | βαπτιστικών • | βαπτιστικών • |
accusative | βαπτιστικό • | βαπτιστική • | βαπτιστικό • | βαπτιστικούς • | βαπτιστικές • | βαπτιστικά • |
vocative | βαπτιστικέ • | βαπτιστική • | βαπτιστικό • | βαπτιστικοί • | βαπτιστικές • | βαπτιστικά • |