From βάρος (város, “weight, burden, load”) + -τος (-tos, suffix forming adjectives).
βαρετός • (varetós) m (feminine βαρετή, neuter βαρετό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαρετός • | βαρετή • | βαρετό • | βαρετοί • | βαρετές • | βαρετά • |
genitive | βαρετού • | βαρετής • | βαρετού • | βαρετών • | βαρετών • | βαρετών • |
accusative | βαρετό • | βαρετή • | βαρετό • | βαρετούς • | βαρετές • | βαρετά • |
vocative | βαρετέ • | βαρετή • | βαρετό • | βαρετοί • | βαρετές • | βαρετά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βαρετός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βαρετός, etc.) |