βελόνα (velóna, “needle”) + ουρά (ourá, “tail”)
βελονόουρος • (velonóouros) m (feminine βελονόουρη, neuter βελονόουρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βελονόουρος (velonóouros) | βελονόουρη (velonóouri) | βελονόουρο (velonóouro) | βελονόουροι (velonóouroi) | βελονόουρες (velonóoures) | βελονόουρα (velonóoura) | |
genitive | βελονόουρου (velonóourou) | βελονόουρης (velonóouris) | βελονόουρου (velonóourou) | βελονόουρων (velonóouron) | βελονόουρων (velonóouron) | βελονόουρων (velonóouron) | |
accusative | βελονόουρο (velonóouro) | βελονόουρη (velonóouri) | βελονόουρο (velonóouro) | βελονόουρους (velonóourous) | βελονόουρες (velonóoures) | βελονόουρα (velonóoura) | |
vocative | βελονόουρε (velonóoure) | βελονόουρη (velonóouri) | βελονόουρο (velonóouro) | βελονόουροι (velonóouroi) | βελονόουρες (velonóoures) | βελονόουρα (velonóoura) |