Learnedly from βελτιστοποιώ (veltistopoió) + -ση (-si).[1] Also analyzable as βέλτιστ(ος) (véltist(os)) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
βελτιστοποίηση • (veltistopoíisi) f (plural βελτιστοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βελτιστοποίηση (veltistopoíisi) | βελτιστοποιήσεις (veltistopoiíseis) |
genitive | βελτιστοποίησης (veltistopoíisis) | βελτιστοποιήσεων (veltistopoiíseon) |
accusative | βελτιστοποίηση (veltistopoíisi) | βελτιστοποιήσεις (veltistopoiíseis) |
vocative | βελτιστοποίηση (veltistopoíisi) | βελτιστοποιήσεις (veltistopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: βελτιστοποιήσεως (veltistopoiíseos)