βιογραφικός • (viografikós) m (feminine βιογραφική, neuter βιογραφικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιογραφικός • | βιογραφική • | βιογραφικό • | βιογραφικοί • | βιογραφικές • | βιογραφικά • |
genitive | βιογραφικού • | βιογραφικής • | βιογραφικού • | βιογραφικών • | βιογραφικών • | βιογραφικών • |
accusative | βιογραφικό • | βιογραφική • | βιογραφικό • | βιογραφικούς • | βιογραφικές • | βιογραφικά • |
vocative | βιογραφικέ • | βιογραφική • | βιογραφικό • | βιογραφικοί • | βιογραφικές • | βιογραφικά • |