βιο- (vio-) + ποικιλότητα (poikilótita).
βιοποικιλότητα • (viopoikilótita) f (plural βιοποικιλότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιοποικιλότητα (viopoikilótita) | βιοποικιλότητες (viopoikilótites) |
genitive | βιοποικιλότητας (viopoikilótitas) | βιοποικιλοτήτων (viopoikilotíton) |
accusative | βιοποικιλότητα (viopoikilótita) | βιοποικιλότητες (viopoikilótites) |
vocative | βιοποικιλότητα (viopoikilótita) | βιοποικιλότητες (viopoikilótites) |