βιοφυσικός • (viofysikós) m (feminine βιοφυσική, neuter βιοφυσικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιοφυσικός • | βιοφυσική • | βιοφυσικό • | βιοφυσικοί • | βιοφυσικές • | βιοφυσικά • |
genitive | βιοφυσικού • | βιοφυσικής • | βιοφυσικού • | βιοφυσικών • | βιοφυσικών • | βιοφυσικών • |
accusative | βιοφυσικό • | βιοφυσική • | βιοφυσικό • | βιοφυσικούς • | βιοφυσικές • | βιοφυσικά • |
vocative | βιοφυσικέ • | βιοφυσική • | βιοφυσικό • | βιοφυσικοί • | βιοφυσικές • | βιοφυσικά • |
βιοφυσικός • (viofysikós) m or f (plural βιοφυσικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιοφυσικός • | βιοφυσικοί • |
genitive | βιοφυσικού • | βιοφυσικών • |
accusative | βιοφυσικό • | βιοφυσικούς • |
vocative | βιοφυσικέ • | βιοφυσικοί • |