Perfect participle of βοηθιέμαι (voïthiémai) or of βοηθούμαι (voïthoúmai), passive voices of βοηθάω and βοηθώ.
βοηθημένος • (voïthiménos) m (feminine βοηθημένη, neuter βοηθημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοηθημένος • | βοηθημένη • | βοηθημένο • | βοηθημένοι • | βοηθημένες • | βοηθημένα • |
genitive | βοηθημένου • | βοηθημένης • | βοηθημένου • | βοηθημένων • | βοηθημένων • | βοηθημένων • |
accusative | βοηθημένο • | βοηθημένη • | βοηθημένο • | βοηθημένους • | βοηθημένες • | βοηθημένα • |
vocative | βοηθημένε • | βοηθημένη • | βοηθημένο • | βοηθημένοι • | βοηθημένες • | βοηθημένα • |