βομβαρδιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word βομβαρδιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word βομβαρδιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say βομβαρδιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word βομβαρδιστικός you have here. The definition of the word βομβαρδιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofβομβαρδιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

βομβαρδιστικός (vomvardistikósm (feminine βομβαρδιστική, neuter βομβαρδιστικό)

  1. related to bombs, bombers and bombing

Declension

Declension of βομβαρδιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βομβαρδιστικός (vomvardistikós) βομβαρδιστική (vomvardistikí) βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστικοί (vomvardistikoí) βομβαρδιστικές (vomvardistikés) βομβαρδιστικά (vomvardistiká)
genitive βομβαρδιστικού (vomvardistikoú) βομβαρδιστικής (vomvardistikís) βομβαρδιστικού (vomvardistikoú) βομβαρδιστικών (vomvardistikón) βομβαρδιστικών (vomvardistikón) βομβαρδιστικών (vomvardistikón)
accusative βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστική (vomvardistikí) βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστικούς (vomvardistikoús) βομβαρδιστικές (vomvardistikés) βομβαρδιστικά (vomvardistiká)
vocative βομβαρδιστικέ (vomvardistiké) βομβαρδιστική (vomvardistikí) βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστικοί (vomvardistikoí) βομβαρδιστικές (vomvardistikés) βομβαρδιστικά (vomvardistiká)