βομβαρδιστικός • (vomvardistikós) m (feminine βομβαρδιστική, neuter βομβαρδιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βομβαρδιστικός (vomvardistikós) | βομβαρδιστική (vomvardistikí) | βομβαρδιστικό (vomvardistikó) | βομβαρδιστικοί (vomvardistikoí) | βομβαρδιστικές (vomvardistikés) | βομβαρδιστικά (vomvardistiká) | |
genitive | βομβαρδιστικού (vomvardistikoú) | βομβαρδιστικής (vomvardistikís) | βομβαρδιστικού (vomvardistikoú) | βομβαρδιστικών (vomvardistikón) | βομβαρδιστικών (vomvardistikón) | βομβαρδιστικών (vomvardistikón) | |
accusative | βομβαρδιστικό (vomvardistikó) | βομβαρδιστική (vomvardistikí) | βομβαρδιστικό (vomvardistikó) | βομβαρδιστικούς (vomvardistikoús) | βομβαρδιστικές (vomvardistikés) | βομβαρδιστικά (vomvardistiká) | |
vocative | βομβαρδιστικέ (vomvardistiké) | βομβαρδιστική (vomvardistikí) | βομβαρδιστικό (vomvardistikó) | βομβαρδιστικοί (vomvardistikoí) | βομβαρδιστικές (vomvardistikés) | βομβαρδιστικά (vomvardistiká) |