βορειοδυτικός • (voreiodytikós) m (feminine βορειοδυτική, neuter βορειοδυτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βορειοδυτικός (voreiodytikós) | βορειοδυτική (voreiodytikí) | βορειοδυτικό (voreiodytikó) | βορειοδυτικοί (voreiodytikoí) | βορειοδυτικές (voreiodytikés) | βορειοδυτικά (voreiodytiká) | |
genitive | βορειοδυτικού (voreiodytikoú) | βορειοδυτικής (voreiodytikís) | βορειοδυτικού (voreiodytikoú) | βορειοδυτικών (voreiodytikón) | βορειοδυτικών (voreiodytikón) | βορειοδυτικών (voreiodytikón) | |
accusative | βορειοδυτικό (voreiodytikó) | βορειοδυτική (voreiodytikí) | βορειοδυτικό (voreiodytikó) | βορειοδυτικούς (voreiodytikoús) | βορειοδυτικές (voreiodytikés) | βορειοδυτικά (voreiodytiká) | |
vocative | βορειοδυτικέ (voreiodytiké) | βορειοδυτική (voreiodytikí) | βορειοδυτικό (voreiodytikó) | βορειοδυτικοί (voreiodytikoí) | βορειοδυτικές (voreiodytikés) | βορειοδυτικά (voreiodytiká) |