From γαλάζιο (galázio, “cyan”) + πράσινο (prásino, “green”).
γαλαζοπράσινο • (galazoprásino) n (plural γαλαζοπράσινα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαλαζοπράσινο (galazoprásino) | γαλαζοπράσινα (galazoprásina) |
genitive | γαλαζοπράσινου (galazoprásinou) | γαλαζοπράσινων (galazoprásinon) |
accusative | γαλαζοπράσινο (galazoprásino) | γαλαζοπράσινα (galazoprásina) |
vocative | γαλαζοπράσινο (galazoprásino) | γαλαζοπράσινα (galazoprásina) |
λευκό (lefkó) | γκρι (gkri) | μαύρο (mávro) |
κόκκινο (kókkino); βυσσινί (vyssiní) | πορτοκαλί (portokalí); καφέ (kafé) | κίτρινο (kítrino); κρεμ (krem) |
λαχανί (lachaní) | πράσινο (prásino) | |
κυανό (kyanó); βαθυκύανο (vathykýano) | γαλάζιο (galázio) | μπλε (ble) |
ιόχρους (ióchrous); ινδικό (indikó) | ματζέντα (matzénta); μωβ (mov) | ροζ (roz) |