From γαλακτοκομία (galaktokomía) + -ικός (-ikós), the former from γαλακτο- (galakto-) + -κομία (-komía).
γαλακτοκομικός • (galaktokomikós) m (feminine γαλακτοκομική, neuter γαλακτοκομικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γαλακτοκομικός (galaktokomikós) | γαλακτοκομική (galaktokomikí) | γαλακτοκομικό (galaktokomikó) | γαλακτοκομικοί (galaktokomikoí) | γαλακτοκομικές (galaktokomikés) | γαλακτοκομικά (galaktokomiká) | |
genitive | γαλακτοκομικού (galaktokomikoú) | γαλακτοκομικής (galaktokomikís) | γαλακτοκομικού (galaktokomikoú) | γαλακτοκομικών (galaktokomikón) | γαλακτοκομικών (galaktokomikón) | γαλακτοκομικών (galaktokomikón) | |
accusative | γαλακτοκομικό (galaktokomikó) | γαλακτοκομική (galaktokomikí) | γαλακτοκομικό (galaktokomikó) | γαλακτοκομικούς (galaktokomikoús) | γαλακτοκομικές (galaktokomikés) | γαλακτοκομικά (galaktokomiká) | |
vocative | γαλακτοκομικέ (galaktokomiké) | γαλακτοκομική (galaktokomikí) | γαλακτοκομικό (galaktokomikó) | γαλακτοκομικοί (galaktokomikoí) | γαλακτοκομικές (galaktokomikés) | γαλακτοκομικά (galaktokomiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαλακτοκομικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαλακτοκομικός, etc.)