Hello, you have come here looking for the meaning of the word
γαργαλάω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
γαργαλάω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
γαργαλάω in singular and plural. Everything you need to know about the word
γαργαλάω you have here. The definition of the word
γαργαλάω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
γαργαλάω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From modern γαργαλώ (gargaló) + -άω (-áo), from Byzantine Greek γαργαλῶ (gargalô), from Ancient Greek γαργαλίζω (gargalízō).
Pronunciation
- IPA(key): /ɣaɾɣaˈla.o/
- Hyphenation: γαρ‧γα‧λά‧ω
Verb
γαργαλάω • (gargaláo) / γαργαλώ (past γαργάλησα, passive γαργαλιέμαι, p‑past γαργαλήθηκα)
- (transitive, most senses) to tickle (touch repeatedly or stroke delicately in a manner which causes laughter and twitching)
Γαργάλησε τον γιο του μέχρι δακρύων.- Gargálise ton gio tou méchri dakrýon.
- He tickled his son to the point of tears.
Με γαργαλάει ο λαιμός μου.- Me gargaláei o laimós mou.
- There's a tickle in my throat.
- Georgios Athanasiadis-Novas:
Κι ήταν τα στήθια σου
άσπρα σαν τα γάλατα
και μού ’λεγες
γαργάλα τα.- Ki ítan ta stíthia sou
áspra san ta gálata
kai moú ’leges
gargála ta. - Your breasts were
White as milk
And you told me
"Tickle them!".
- (transitive, figuratively) to excite, titillate, tickle (stimulate or excite pleasantly)
Η μυρωδιά του φαγητού μου γαργαλούσε το στομάχι.- I myrodiá tou fagitoú mou gargaloúse to stomáchi.
- The smell of the food excited my stomach.
Conjugation
γαργαλάω / γαργαλώ, γαργαλιέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
γαργαλάω, γαργαλώ
|
γαργαλήσω
|
γαργαλιέμαι
|
γαργαληθώ
|
2 sg
|
γαργαλάς
|
γαργαλήσεις
|
γαργαλιέσαι
|
γαργαληθείς
|
3 sg
|
γαργαλάει, γαργαλά
|
γαργαλήσει
|
γαργαλιέται
|
γαργαληθεί
|
|
1 pl
|
γαργαλάμε, γαργαλούμε
|
γαργαλήσουμε, [‑ομε]
|
γαργαλιόμαστε
|
γαργαληθούμε
|
2 pl
|
γαργαλάτε
|
γαργαλήσετε
|
γαργαλιέστε, (‑ιόσαστε)
|
γαργαληθείτε
|
3 pl
|
γαργαλάνε, γαργαλάν, γαργαλούν(ε)
|
γαργαλήσουν(ε)
|
γαργαλιούνται, (‑ιόνται)
|
γαργαληθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
γαργαλούσα, γαργάλαγα
|
γαργάλησα
|
γαργαλιόμουν(α)
|
γαργαλήθηκα
|
2 sg
|
γαργαλούσες, γαργάλαγες
|
γαργάλησες
|
γαργαλιόσουν(α)
|
γαργαλήθηκες
|
3 sg
|
γαργαλούσε, γαργάλαγε
|
γαργάλησε
|
γαργαλιόταν(ε)
|
γαργαλήθηκε
|
|
1 pl
|
γαργαλούσαμε, γαργαλάγαμε
|
γαργαλήσαμε
|
γαργαλιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
γαργαληθήκαμε
|
2 pl
|
γαργαλούσατε, γαργαλάγατε
|
γαργαλήσατε
|
γαργαλιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
γαργαληθήκατε
|
3 pl
|
γαργαλούσαν(ε), γαργάλαγαν, (γαργαλάγανε)
|
γαργάλησαν, γαργαλήσαν(ε)
|
γαργαλιόνταν(ε), γαργαλιόντουσαν, γαργαλιούνταν
|
γαργαλήθηκαν, γαργαληθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα γαργαλάω, θα γαργαλώ ➤
|
θα γαργαλήσω ➤
|
θα γαργαλιέμαι ➤
|
θα γαργαληθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα γαργαλάς, …
|
θα γαργαλήσεις, …
|
θα γαργαλιέσαι, …
|
θα γαργαληθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … γαργαλήσει έχω, έχεις, … γαργαλημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … γαργαληθεί είμαι, είσαι, … γαργαλημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … γαργαλήσει είχα, είχες, … γαργαλημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … γαργαληθεί ήμουν, ήσουν, … γαργαλημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … γαργαλήσει θα έχω, θα έχεις, … γαργαλημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … γαργαληθεί θα είμαι, θα είσαι, … γαργαλημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
γαργάλα, γαργάλαγε
|
γαργάλησε, γαργάλα
|
—
|
γαργαλήσου
|
2 pl
|
γαργαλάτε
|
γαργαλήστε
|
γαργαλιέστε
|
γαργαληθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
γαργαλώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας γαργαλήσει ➤
|
γαργαλημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
γαργαλήσει
|
γαργαληθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
- (titillate, excite): ερεθίζω (erethízo)
- αγαργάλιστος (agargálistos, “not tickled”), αγαργάλητος (agargálitos)
- γαργαλητό n (gargalitó, “tickling, tingling”)
- γαργάλεμα n (gargálema, “tickling, tingling”)
- γαργάλημα n (gargálima, “tickling, tingling”)
- γαργάλισμα n (gargálisma, “tickling, tingling”)
- γαργαλιστικός (gargalistikós, “ticklish”)