γαστρεντερολογία • (gastrenterología) f (plural γαστρεντερολογίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαστρεντερολογία (gastrenterología) | γαστρεντερολογίες (gastrenterologíes) |
genitive | γαστρεντερολογίας (gastrenterologías) | γαστρεντερολογιών (gastrenterologión) |
accusative | γαστρεντερολογία (gastrenterología) | γαστρεντερολογίες (gastrenterologíes) |
vocative | γαστρεντερολογία (gastrenterología) | γαστρεντερολογίες (gastrenterologíes) |