γκαμπιανός • (gkampianós) m (feminine γκαμπιανή, neuter γκαμπιανό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γκαμπιανός (gkampianós) | γκαμπιανή (gkampianí) | γκαμπιανό (gkampianó) | γκαμπιανοί (gkampianoí) | γκαμπιανές (gkampianés) | γκαμπιανά (gkampianá) | |
genitive | γκαμπιανού (gkampianoú) | γκαμπιανής (gkampianís) | γκαμπιανού (gkampianoú) | γκαμπιανών (gkampianón) | γκαμπιανών (gkampianón) | γκαμπιανών (gkampianón) | |
accusative | γκαμπιανό (gkampianó) | γκαμπιανή (gkampianí) | γκαμπιανό (gkampianó) | γκαμπιανούς (gkampianoús) | γκαμπιανές (gkampianés) | γκαμπιανά (gkampianá) | |
vocative | γκαμπιανέ (gkampiané) | γκαμπιανή (gkampianí) | γκαμπιανό (gkampianó) | γκαμπιανοί (gkampianoí) | γκαμπιανές (gkampianés) | γκαμπιανά (gkampianá) |