γκαμπονέζικος • (gkamponézikos) m (feminine γκαμπονέζικη, neuter γκαμπονέζικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γκαμπονέζικος • | γκαμπονέζικη • | γκαμπονέζικο • | γκαμπονέζικοι • | γκαμπονέζικες • | γκαμπονέζικα • |
genitive | γκαμπονέζικου • | γκαμπονέζικης • | γκαμπονέζικου • | γκαμπονέζικων • | γκαμπονέζικων • | γκαμπονέζικων • |
accusative | γκαμπονέζικο • | γκαμπονέζικη • | γκαμπονέζικο • | γκαμπονέζικους • | γκαμπονέζικες • | γκαμπονέζικα • |
vocative | γκαμπονέζικε • | γκαμπονέζικη • | γκαμπονέζικο • | γκαμπονέζικοι • | γκαμπονέζικες • | γκαμπονέζικα • |