γκριζο- (gkrizo-) + -μάλλης (-mállis)
γκριζομάλλης • (gkrizomállis) m (feminine γκριζομάλλα or γκριζομαλλούσα, neuter γκριζομάλλικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γκριζομάλλης (gkrizomállis) | γκριζομάλλα (gkrizomálla) γκριζομαλλούσα (gkrizomalloúsa) |
γκριζομάλλικο (gkrizomálliko) | γκριζομάλληδες (gkrizomállides) | γκριζομάλλες (gkrizomálles) γκριζομαλλούσες (gkrizomalloúses) |
γκριζομάλλικα (gkrizomállika) | |
genitive | γκριζομάλλη (gkrizomálli) | γκριζομάλλας (gkrizomállas) γκριζομαλλούσας (gkrizomalloúsas) |
γκριζομάλλικου (gkrizomállikou) | γκριζομάλληδων (gkrizomállidon) | — | γκριζομάλλικων (gkrizomállikon) | |
accusative | γκριζομάλλη (gkrizomálli) | γκριζομάλλα (gkrizomálla) γκριζομαλλούσα (gkrizomalloúsa) |
γκριζομάλλικο (gkrizomálliko) | γκριζομάλληδες (gkrizomállides) | γκριζομάλλες (gkrizomálles) γκριζομαλλούσες (gkrizomalloúses) |
γκριζομάλλικα (gkrizomállika) | |
vocative | γκριζομάλλη (gkrizomálli) | γκριζομάλλα (gkrizomálla) γκριζομαλλούσα (gkrizomalloúsa) |
γκριζομάλλικο (gkrizomálliko) | γκριζομάλληδες (gkrizomállides) | γκριζομάλλες (gkrizomálles) γκριζομαλλούσες (gkrizomalloúses) |
γκριζομάλλικα (gkrizomállika) |