Learnedly from γνωστοποιώ (gnostopoió) + -ση (-si).[1]
γνωστοποίηση • (gnostopoíisi) f (plural γνωστοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γνωστοποίηση (gnostopoíisi) | γνωστοποιήσεις (gnostopoiíseis) |
genitive | γνωστοποίησης (gnostopoíisis) | γνωστοποιήσεων (gnostopoiíseon) |
accusative | γνωστοποίηση (gnostopoíisi) | γνωστοποιήσεις (gnostopoiíseis) |
vocative | γνωστοποίηση (gnostopoíisi) | γνωστοποιήσεις (gnostopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: γνωστοποιήσεως (gnostopoiíseos)