Verbal formation from the genitive of γόης (góēs, “sorcerer”).[1]
γοητεύω • (goēteúō)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐγοήτευον | ἐγοήτευες | ἐγοήτευε(ν) | ἐγοητεύετον | ἐγοητευέτην | ἐγοητεύομεν | ἐγοητεύετε | ἐγοήτευον | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐγοητευόμην | ἐγοητεύου | ἐγοητεύετο | ἐγοητεύεσθον | ἐγοητευέσθην | ἐγοητευόμεθᾰ | ἐγοητεύεσθε | ἐγοητεύοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Compounds
And see γόης (góēs), γοητεία (goēteía)
From Ancient Greek γοητεύω (“bewitch”).
γοητεύω • (goïtévo) (past γοήτευσα/γοήτεψα, passive γοητεύομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | γοητεύω | γοητεύσω, γοητέψω1 | γοητεύομαι | γοητευθώ, γοητευτώ |
2 sg | γοητεύεις | γοητεύσεις, γοητέψεις | γοητεύεσαι | γοητευθείς, γοητευτείς |
3 sg | γοητεύει | γοητεύσει, γοητέψει | γοητεύεται | γοητευθεί, γοητευτεί |
1 pl | γοητεύουμε, [‑ομε] | γοητεύσουμε, [‑ομε], γοητέψουμε, [‑ομε] | γοητευόμαστε | γοητευθούμε, γοητευτούμε |
2 pl | γοητεύετε | γοητεύσετε, γοητέψετε | γοητεύεστε, γοητευόσαστε | γοητευθείτε, γοητευτείτε |
3 pl | γοητεύουν(ε) | γοητεύσουν(ε), γοητέψουν(ε) | γοητεύονται | γοητευθούν(ε), γοητευτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | γοήτευα | γοήτευσα, γοήτεψα1 | γοητευόμουν(α) | γοητεύθηκα, γοητεύτηκα |
2 sg | γοήτευες | γοήτευσες, γοήτεψες | γοητευόσουν(α) | γοητεύθηκες, γοητεύτηκες |
3 sg | γοήτευε | γοήτευσε, γοήτεψε | γοητευόταν(ε) | γοητεύθηκε, γοητεύτηκε |
1 pl | γοητεύαμε | γοητεύσαμε, γοητέψαμε | γοητευόμασταν, (‑όμαστε) | γοητευθήκαμε, γοητευτήκαμε |
2 pl | γοητεύατε | γοητεύσατε, γοητέψατε | γοητευόσασταν, (‑όσαστε) | γοητευθήκατε, γοητευτήκατε |
3 pl | γοήτευαν, γοητεύαν(ε) | γοήτευσαν, γοητεύσαν(ε), γοήτεψαν | γοητεύονταν, (γοητευόντουσαν) | γοητεύθηκαν, γοητευθήκαν(ε), γοητεύτηκαν, γοητευτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα γοητεύω ➤ | θα γοητεύσω / γοητέψω ➤ | θα γοητεύομαι ➤ | θα γοητευθώ / γοητευτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα γοητεύεις, … | θα γοητεύσεις / γοητέψεις, … | θα γοητεύεσαι, … | θα γοητευθείς / γοητευτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … γοητεύσει / γοητέψει έχω, έχεις, … γοητευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … γοητευθεί / γοητευτεί είμαι, είσαι, … γοητευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … γοητεύσει / γοητέψει είχα, είχες, … γοητευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … γοητευθεί / γοητευτεί ήμουν, ήσουν, … γοητευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … γοητεύσει / γοητέψει θα έχω, θα έχεις, … γοητευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … γοητευθεί / γοητευτεί θα είμαι, θα είσαι, … γοητευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | γοήτευε | γοήτευσε, γοήτεψε / γοήτευ' 2 | — | γοητεύσου, γοητέψου |
2 pl | γοητεύετε | γοητεύστε, γοητέψτε / γοητεύτε3 | γοητεύεστε | γοητευθείτε, γοητευτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | γοητεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας γοητεύσει / γοητέψει ➤ | γοητευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | γοητεύσει, γοητέψει | γοητευθεί, γοητευτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The active forms with < ψ > are colloquial. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. γοήτευ' τον ("enchant him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||