γραμματο- (grammato-, “writing”) + στοιχείο (stoicheío, “type”)
γραμματοστοιχείο • (grammatostoicheío) n (plural γραμματοστοιχεία)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραμματοστοιχείο (grammatostoicheío) | γραμματοστοιχεία (grammatostoicheía) |
genitive | γραμματοστοιχείου (grammatostoicheíou) | γραμματοστοιχείων (grammatostoicheíon) |
accusative | γραμματοστοιχείο (grammatostoicheío) | γραμματοστοιχεία (grammatostoicheía) |
vocative | γραμματοστοιχείο (grammatostoicheío) | γραμματοστοιχεία (grammatostoicheía) |