γωνιακός • (goniakós) m (feminine γωνιακή, neuter γωνιακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | γωνιακός (goniakós) | γωνιακή (goniakí) | γωνιακό (goniakó) | γωνιακοί (goniakoí) | γωνιακές (goniakés) | γωνιακά (goniaká) | |
genitive | γωνιακού (goniakoú) | γωνιακής (goniakís) | γωνιακού (goniakoú) | γωνιακών (goniakón) | γωνιακών (goniakón) | γωνιακών (goniakón) | |
accusative | γωνιακό (goniakó) | γωνιακή (goniakí) | γωνιακό (goniakó) | γωνιακούς (goniakoús) | γωνιακές (goniakés) | γωνιακά (goniaká) | |
vocative | γωνιακέ (goniaké) | γωνιακή (goniakí) | γωνιακό (goniakó) | γωνιακοί (goniakoí) | γωνιακές (goniakés) | γωνιακά (goniaká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γωνιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γωνιακός, etc.)