From δι- (di-) and -κλινος (-klinos).
δίκλινος • (díklinos) m (feminine δίκλινη, neuter δίκλινο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δίκλινος • | δίκλινη • | δίκλινο • | δίκλινοι • | δίκλινες • | δίκλινα • |
genitive | δίκλινου • | δίκλινης • | δίκλινου • | δίκλινων • | δίκλινων • | δίκλινων • |
accusative | δίκλινο • | δίκλινη • | δίκλινο • | δίκλινους • | δίκλινες • | δίκλινα • |
vocative | δίκλινε • | δίκλινη • | δίκλινο • | δίκλινοι • | δίκλινες • | δίκλινα • |