δανικός • (danikós) m (feminine δανική, neuter δανικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δανικός • | δανική • | δανικό • | δανικοί • | δανικές • | δανικά • |
genitive | δανικού • | δανικής • | δανικού • | δανικών • | δανικών • | δανικών • |
accusative | δανικό • | δανική • | δανικό • | δανικούς • | δανικές • | δανικά • |
vocative | δανικέ • | δανική • | δανικό • | δανικοί • | δανικές • | δανικά • |