δειγματοληπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δειγματοληπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δειγματοληπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δειγματοληπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word δειγματοληπτικός you have here. The definition of the word δειγματοληπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδειγματοληπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from δειγματ- (stem of δείγμα (deígma)) +‎ -ο- (-o-) +‎ Ancient Greek ληπτικός (lēptikós, disposed to accept), a loose calque of French échantillonneur.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /ðiɣ.ma.to.li.ptiˈkos/
  • Hyphenation: δειγ‧μα‧το‧λη‧πτι‧κός

Adjective

δειγματοληπτικός (deigmatoliptikósm (feminine δειγματοληπτική, neuter δειγματοληπτικό)

  1. sample, sampling (attributive)

Declension

Declension of δειγματοληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δειγματοληπτικός (deigmatoliptikós) δειγματοληπτική (deigmatoliptikí) δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) δειγματοληπτικοί (deigmatoliptikoí) δειγματοληπτικές (deigmatoliptikés) δειγματοληπτικά (deigmatoliptiká)
genitive δειγματοληπτικού (deigmatoliptikoú) δειγματοληπτικής (deigmatoliptikís) δειγματοληπτικού (deigmatoliptikoú) δειγματοληπτικών (deigmatoliptikón) δειγματοληπτικών (deigmatoliptikón) δειγματοληπτικών (deigmatoliptikón)
accusative δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) δειγματοληπτική (deigmatoliptikí) δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) δειγματοληπτικούς (deigmatoliptikoús) δειγματοληπτικές (deigmatoliptikés) δειγματοληπτικά (deigmatoliptiká)
vocative δειγματοληπτικέ (deigmatoliptiké) δειγματοληπτική (deigmatoliptikí) δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) δειγματοληπτικοί (deigmatoliptikoí) δειγματοληπτικές (deigmatoliptikés) δειγματοληπτικά (deigmatoliptiká)

Derived terms

References

  1. ^ δειγματοληπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language