Learnedly from δειγματ- (stem of δείγμα (deígma)) + -ο- (-o-) + Ancient Greek ληπτικός (lēptikós, “disposed to accept”), a loose calque of French échantillonneur.[1]
δειγματοληπτικός • (deigmatoliptikós) m (feminine δειγματοληπτική, neuter δειγματοληπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δειγματοληπτικός (deigmatoliptikós) | δειγματοληπτική (deigmatoliptikí) | δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) | δειγματοληπτικοί (deigmatoliptikoí) | δειγματοληπτικές (deigmatoliptikés) | δειγματοληπτικά (deigmatoliptiká) | |
genitive | δειγματοληπτικού (deigmatoliptikoú) | δειγματοληπτικής (deigmatoliptikís) | δειγματοληπτικού (deigmatoliptikoú) | δειγματοληπτικών (deigmatoliptikón) | δειγματοληπτικών (deigmatoliptikón) | δειγματοληπτικών (deigmatoliptikón) | |
accusative | δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) | δειγματοληπτική (deigmatoliptikí) | δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) | δειγματοληπτικούς (deigmatoliptikoús) | δειγματοληπτικές (deigmatoliptikés) | δειγματοληπτικά (deigmatoliptiká) | |
vocative | δειγματοληπτικέ (deigmatoliptiké) | δειγματοληπτική (deigmatoliptikí) | δειγματοληπτικό (deigmatoliptikó) | δειγματοληπτικοί (deigmatoliptikoí) | δειγματοληπτικές (deigmatoliptikés) | δειγματοληπτικά (deigmatoliptiká) |