δεκαεξαδικός • (dekaexadikós) m (feminine δεκαεξαδική, neuter δεκαεξαδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δεκαεξαδικός • | δεκαεξαδική • | δεκαεξαδικό • | δεκαεξαδικοί • | δεκαεξαδικές • | δεκαεξαδικά • |
genitive | δεκαεξαδικού • | δεκαεξαδικής • | δεκαεξαδικού • | δεκαεξαδικών • | δεκαεξαδικών • | δεκαεξαδικών • |
accusative | δεκαεξαδικό • | δεκαεξαδική • | δεκαεξαδικό • | δεκαεξαδικούς • | δεκαεξαδικές • | δεκαεξαδικά • |
vocative | δεκαεξαδικέ • | δεκαεξαδική • | δεκαεξαδικό • | δεκαεξαδικοί • | δεκαεξαδικές • | δεκαεξαδικά • |