From δεκαπέντε (dekapénte, “fifteen”) + ημέρα (iméra, “day”) + -ο (-o, neuter ending).
δεκαπενθήμερο • (dekapenthímero) n (plural δεκαπενθήμερα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεκαπενθήμερο (dekapenthímero) | δεκαπενθήμερα (dekapenthímera) |
genitive | δεκαπενθημέρου (dekapenthimérou) δεκαπενθήμερου (dekapenthímerou) |
δεκαπενθημέρων (dekapenthiméron) |
accusative | δεκαπενθήμερο (dekapenthímero) | δεκαπενθήμερα (dekapenthímera) |
vocative | δεκαπενθήμερο (dekapenthímero) | δεκαπενθήμερα (dekapenthímera) |