From δένδρο (déndro) + χρονολόγηση (chronológisi).
δενδροχρονολόγηση • (dendrochronológisi) f (plural δενδροχρονολογήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δενδροχρονολόγηση (dendrochronológisi) | δενδροχρονολογήσεις (dendrochronologíseis) |
genitive | δενδροχρονολόγησης (dendrochronológisis) | δενδροχρονολογήσεων (dendrochronologíseon) |
accusative | δενδροχρονολόγηση (dendrochronológisi) | δενδροχρονολογήσεις (dendrochronologíseis) |
vocative | δενδροχρονολόγηση (dendrochronológisi) | δενδροχρονολογήσεις (dendrochronologíseis) |
Older or formal genitive singular: δενδροχρονολογήσεως (dendrochronologíseos)