Perfect participle of δηλώνομαι (dilónomai), passive voice of δηλώνω (“declare”).
δηλωμένος • (diloménos) m (feminine δηλωμένη, neuter δηλωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δηλωμένος • | δηλωμένη • | δηλωμένο • | δηλωμένοι • | δηλωμένες • | δηλωμένα • |
genitive | δηλωμένου • | δηλωμένης • | δηλωμένου • | δηλωμένων • | δηλωμένων • | δηλωμένων • |
accusative | δηλωμένο • | δηλωμένη • | δηλωμένο • | δηλωμένους • | δηλωμένες • | δηλωμένα • |
vocative | δηλωμένε • | δηλωμένη • | δηλωμένο • | δηλωμένοι • | δηλωμένες • | δηλωμένα • |