Perfect participle of δημοσιεύομαι (dimosiévomai), passive voice of δημοσιεύω (“publish”).
δημοσιευμένος • (dimosievménos) m (feminine δημοσιευμένη, neuter δημοσιευμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δημοσιευμένος (dimosievménos) | δημοσιευμένη (dimosievméni) | δημοσιευμένο (dimosievméno) | δημοσιευμένοι (dimosievménoi) | δημοσιευμένες (dimosievménes) | δημοσιευμένα (dimosievména) | |
genitive | δημοσιευμένου (dimosievménou) | δημοσιευμένης (dimosievménis) | δημοσιευμένου (dimosievménou) | δημοσιευμένων (dimosievménon) | δημοσιευμένων (dimosievménon) | δημοσιευμένων (dimosievménon) | |
accusative | δημοσιευμένο (dimosievméno) | δημοσιευμένη (dimosievméni) | δημοσιευμένο (dimosievméno) | δημοσιευμένους (dimosievménous) | δημοσιευμένες (dimosievménes) | δημοσιευμένα (dimosievména) | |
vocative | δημοσιευμένε (dimosievméne) | δημοσιευμένη (dimosievméni) | δημοσιευμένο (dimosievméno) | δημοσιευμένοι (dimosievménoi) | δημοσιευμένες (dimosievménes) | δημοσιευμένα (dimosievména) |