Learned borrowing from Byzantine Greek διήμερος (diḗmeros, “who happens on the second day”).[1] Morphologically, δι- (di-, “δι- δις twice”) + ημέρ(α) (imér(a), “day”) + -ος (-os)
διήμερος • (diímeros) m (feminine διήμερη, neuter διήμερο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διήμερος (diímeros) | διήμερη (diímeri) | διήμερο (diímero) | διήμεροι (diímeroi) | διήμερες (diímeres) | διήμερα (diímera) | |
genitive | διήμερου (diímerou) | διήμερης (diímeris) | διήμερου (diímerou) | διήμερων (diímeron) | διήμερων (diímeron) | διήμερων (diímeron) | |
accusative | διήμερο (diímero) | διήμερη (diímeri) | διήμερο (diímero) | διήμερους (diímerous) | διήμερες (diímeres) | διήμερα (diímera) | |
vocative | διήμερε (diímere) | διήμερη (diímeri) | διήμερο (diímero) | διήμεροι (diímeroi) | διήμερες (diímeres) | διήμερα (diímera) |