διαμεσολαβήτρια • (diamesolavítria) f (plural διαμεσολαβήτριες, masculine διαμεσολαβητής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαμεσολαβήτρια (diamesolavítria) | διαμεσολαβήτριες (diamesolavítries) |
genitive | διαμεσολαβήτριας (diamesolavítrias) | διαμεσολαβητριών (diamesolavitrión) |
accusative | διαμεσολαβήτρια (diamesolavítria) | διαμεσολαβήτριες (diamesolavítries) |
vocative | διαμεσολαβήτρια (diamesolavítria) | διαμεσολαβήτριες (diamesolavítries) |