διανεμητικός • (dianemitikós) m (feminine διανεμητική, neuter διανεμητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διανεμητικός • | διανεμητική • | διανεμητικό • | διανεμητικοί • | διανεμητικές • | διανεμητικά • |
genitive | διανεμητικού • | διανεμητικής • | διανεμητικού • | διανεμητικών • | διανεμητικών • | διανεμητικών • |
accusative | διανεμητικό • | διανεμητική • | διανεμητικό • | διανεμητικούς • | διανεμητικές • | διανεμητικά • |
vocative | διανεμητικέ • | διανεμητική • | διανεμητικό • | διανεμητικοί • | διανεμητικές • | διανεμητικά • |