διανυσματικός • (dianysmatikós) m (feminine διανυσματική, neuter διανυσματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διανυσματικός (dianysmatikós) | διανυσματική (dianysmatikí) | διανυσματικό (dianysmatikó) | διανυσματικοί (dianysmatikoí) | διανυσματικές (dianysmatikés) | διανυσματικά (dianysmatiká) | |
genitive | διανυσματικού (dianysmatikoú) | διανυσματικής (dianysmatikís) | διανυσματικού (dianysmatikoú) | διανυσματικών (dianysmatikón) | διανυσματικών (dianysmatikón) | διανυσματικών (dianysmatikón) | |
accusative | διανυσματικό (dianysmatikó) | διανυσματική (dianysmatikí) | διανυσματικό (dianysmatikó) | διανυσματικούς (dianysmatikoús) | διανυσματικές (dianysmatikés) | διανυσματικά (dianysmatiká) | |
vocative | διανυσματικέ (dianysmatiké) | διανυσματική (dianysmatikí) | διανυσματικό (dianysmatikó) | διανυσματικοί (dianysmatikoí) | διανυσματικές (dianysmatikés) | διανυσματικά (dianysmatiká) |