διαπιστευτήριο • (diapisteftírio) n (plural διαπιστευτήρια) (usually in the plural)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαπιστευτήριο (diapisteftírio) | διαπιστευτήρια (diapisteftíria) |
genitive | διαπιστευτηρίου (diapisteftiríou) διαπιστευτήριου (diapisteftíriou) |
διαπιστευτηρίων (diapisteftiríon) |
accusative | διαπιστευτήριο (diapisteftírio) | διαπιστευτήρια (diapisteftíria) |
vocative | διαπιστευτήριο (diapisteftírio) | διαπιστευτήρια (diapisteftíria) |