Learnedly, from διάστημ(α) (diástim(a), “space, interval”) + -ικός (-ikós, “adjectival suffix”).[1]
διαστημικός • (diastimikós) m (feminine διαστημική, neuter διαστημικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαστημικός (diastimikós) | διαστημική (diastimikí) | διαστημικό (diastimikó) | διαστημικοί (diastimikoí) | διαστημικές (diastimikés) | διαστημικά (diastimiká) | |
genitive | διαστημικού (diastimikoú) | διαστημικής (diastimikís) | διαστημικού (diastimikoú) | διαστημικών (diastimikón) | διαστημικών (diastimikón) | διαστημικών (diastimikón) | |
accusative | διαστημικό (diastimikó) | διαστημική (diastimikí) | διαστημικό (diastimikó) | διαστημικούς (diastimikoús) | διαστημικές (diastimikés) | διαστημικά (diastimiká) | |
vocative | διαστημικέ (diastimiké) | διαστημική (diastimikí) | διαστημικό (diastimikó) | διαστημικοί (diastimikoí) | διαστημικές (diastimikés) | διαστημικά (diastimiká) |