διάστημα (diástima, “space”) + πλοίο (ploío, “ship”)
διαστημόπλοιο • (diastimóploio) n (plural διαστημόπλοια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαστημόπλοιο (diastimóploio) | διαστημόπλοια (diastimóploia) |
genitive | διαστημοπλοίου (diastimoploíou) διαστημόπλοιου (diastimóploiou) |
διαστημοπλοίων (diastimoploíon) |
accusative | διαστημόπλοιο (diastimóploio) | διαστημόπλοια (diastimóploia) |
vocative | διαστημόπλοιο (diastimóploio) | διαστημόπλοια (diastimóploia) |