Learnedly, from Ancient Greek διατρέφω (diatréphō), from δια- (dia-) + τρέφω (tréphō, “I feed”)
διατρέφω • (diatréfo) (past διέθρεψα, passive διατρέφομαι, p‑past διατράφηκα)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διατρέφω | διαθρέψω | διατρέφομαι | διατραφώ |
2 sg | διατρέφεις | διαθρέψεις | διατρέφεσαι | διατραφείς |
3 sg | διατρέφει | διαθρέψει | διατρέφεται | διατραφεί |
1 pl | διατρέφουμε, [‑ομε] | διαθρέψουμε, [‑ομε] | διατρεφόμαστε | διατραφούμε |
2 pl | διατρέφετε | διαθρέψετε | διατρέφεστε, διατρεφόσαστε | διατραφείτε |
3 pl | διατρέφουν(ε) | διαθρέψουν(ε) | διατρέφονται | διατραφούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διέτρεφα | διέθρεψα | διατρεφόμουν(α) | διατράφηκα |
2 sg | διέτρεφες | διέθρεψες | διατρεφόσουν(α) | διατράφηκες |
3 sg | διέτρεφε | διέθρεψε | διατρεφόταν(ε) | διατράφηκε |
1 pl | διατρέφαμε | διαθρέψαμε | διατρεφόμασταν, (‑όμαστε) | διατραφήκαμε |
2 pl | διατρέφατε | διαθρέψατε | διατρεφόσασταν, (‑όσαστε) | διατραφήκατε |
3 pl | διέτρεφαν, διατρέφαν(ε) | διέθρεψαν, διαθρέψαν(ε) | διατρέφονταν, (διατρεφόντουσαν) | διατράφηκαν, διατραφήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διατρέφω ➤ | θα διαθρέψω ➤ | θα διατρέφομαι ➤ | θα διατραφώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διατρέφεις, … | θα διαθρέψεις, … | θα διατρέφεσαι, … | θα διατραφείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαθρέψει | έχω, έχεις, … διατραφεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαθρέψει | είχα, είχες, … διατραφεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαθρέψει | θα έχω, θα έχεις, … διατραφεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διάτρεφε | διάθρεψε | — | διαθρέψου |
2 pl | διατρέφετε | διαθρέψτε | διατρέφεστε | διατραφείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διατρέφοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαθρέψει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | διαθρέψει | διατραφεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||