Learned borrowing from French diachronique. By surface analysis, διαχρον(ία) (diachron(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
διαχρονικός • (diachronikós) m (feminine διαχρονική, neuter διαχρονικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαχρονικός (diachronikós) | διαχρονική (diachronikí) | διαχρονικό (diachronikó) | διαχρονικοί (diachronikoí) | διαχρονικές (diachronikés) | διαχρονικά (diachroniká) | |
genitive | διαχρονικού (diachronikoú) | διαχρονικής (diachronikís) | διαχρονικού (diachronikoú) | διαχρονικών (diachronikón) | διαχρονικών (diachronikón) | διαχρονικών (diachronikón) | |
accusative | διαχρονικό (diachronikó) | διαχρονική (diachronikí) | διαχρονικό (diachronikó) | διαχρονικούς (diachronikoús) | διαχρονικές (diachronikés) | διαχρονικά (diachroniká) | |
vocative | διαχρονικέ (diachroniké) | διαχρονική (diachronikí) | διαχρονικό (diachronikó) | διαχρονικοί (diachronikoí) | διαχρονικές (diachronikés) | διαχρονικά (diachroniká) |