Learnedly from the δικαιωματ- stem of δικαίωμα (dikaíoma) + -ικός (-ikós).[1]
δικαιωματικός • (dikaiomatikós) m (feminine δικαιωματική, neuter δικαιωματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δικαιωματικός (dikaiomatikós) | δικαιωματική (dikaiomatikí) | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματικοί (dikaiomatikoí) | δικαιωματικές (dikaiomatikés) | δικαιωματικά (dikaiomatiká) | |
genitive | δικαιωματικού (dikaiomatikoú) | δικαιωματικής (dikaiomatikís) | δικαιωματικού (dikaiomatikoú) | δικαιωματικών (dikaiomatikón) | δικαιωματικών (dikaiomatikón) | δικαιωματικών (dikaiomatikón) | |
accusative | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματική (dikaiomatikí) | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματικούς (dikaiomatikoús) | δικαιωματικές (dikaiomatikés) | δικαιωματικά (dikaiomatiká) | |
vocative | δικαιωματικέ (dikaiomatiké) | δικαιωματική (dikaiomatikí) | δικαιωματικό (dikaiomatikó) | δικαιωματικοί (dikaiomatikoí) | δικαιωματικές (dikaiomatikés) | δικαιωματικά (dikaiomatiká) |