δικανικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δικανικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δικανικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δικανικός in singular and plural. Everything you need to know about the word δικανικός you have here. The definition of the word δικανικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδικανικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek δικανικός (dikanikós).

Adjective

δικανικός (dikanikósm (feminine δικανική, neuter δικανικό)

  1. forensic, legal

Declension

Declension of δικανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικανικός (dikanikós) δικανική (dikanikí) δικανικό (dikanikó) δικανικοί (dikanikoí) δικανικές (dikanikés) δικανικά (dikaniká)
genitive δικανικού (dikanikoú) δικανικής (dikanikís) δικανικού (dikanikoú) δικανικών (dikanikón) δικανικών (dikanikón) δικανικών (dikanikón)
accusative δικανικό (dikanikó) δικανική (dikanikí) δικανικό (dikanikó) δικανικούς (dikanikoús) δικανικές (dikanikés) δικανικά (dikaniká)
vocative δικανικέ (dikaniké) δικανική (dikanikí) δικανικό (dikanikó) δικανικοί (dikanikoí) δικανικές (dikanikés) δικανικά (dikaniká)