Hello, you have come here looking for the meaning of the word
διοχετεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
διοχετεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
διοχετεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
διοχετεύω you have here. The definition of the word
διοχετεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
διοχετεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ði.o.xeˈte.vo/
- Hyphenation: δι‧ο‧χε‧τεύ‧ω
Verb
διοχετεύω • (diochetévo) (past διοχέτευσα, passive διοχετεύομαι, p‑past διοχετεύτηκα/διοχετεύθκα, ppp διοχετευμένος)
- to channel, pipe, conduct, convey, direct the flow
Conjugation
διοχετεύω διοχετεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διοχετεύω
|
διοχετεύσω
|
διοχετεύομαι
|
διοχετευτώ, διοχετευθώ
|
2 sg
|
διοχετεύεις
|
διοχετεύσεις
|
διοχετεύεσαι
|
διοχετευτείς, διοχετευθείς
|
3 sg
|
διοχετεύει
|
διοχετεύσει
|
διοχετεύεται
|
διοχετευτεί, διοχετευθεί
|
|
1 pl
|
διοχετεύουμε, [‑ομε]
|
διοχετεύσουμε, [‑ομε]
|
διοχετευόμαστε
|
διοχετευτούμε, διοχετευθούμε
|
2 pl
|
διοχετεύετε
|
διοχετεύσετε
|
διοχετεύεστε, διοχετευόσαστε
|
διοχετευτείτε, διοχετευθείτε
|
3 pl
|
διοχετεύουν(ε)
|
διοχετεύσουν(ε)
|
διοχετεύονται
|
διοχετευτούν(ε), διοχετευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διοχέτευα
|
διοχέτευσα
|
διοχετευόμουν(α)
|
διοχετεύτηκα, διοχετεύθηκα
|
2 sg
|
διοχέτευες
|
διοχέτευσες
|
διοχετευόσουν(α)
|
διοχετεύτηκες, διοχετεύθηκες
|
3 sg
|
διοχέτευε
|
διοχέτευσε
|
διοχετευόταν(ε)
|
διοχετεύτηκε, διοχετεύθηκε
|
|
1 pl
|
διοχετεύαμε
|
διοχετεύσαμε
|
διοχετευόμασταν, (‑όμαστε)
|
διοχετευτήκαμε, διοχετευθήκαμε
|
2 pl
|
διοχετεύατε
|
διοχετεύσατε
|
διοχετευόσασταν, (‑όσαστε)
|
διοχετευτήκατε, διοχετευθήκατε
|
3 pl
|
διοχέτευαν, διοχετεύαν(ε)
|
διοχέτευσαν, διοχετεύσαν(ε)
|
διοχετεύονταν, (διοχετευόντουσαν)
|
διοχετεύτηκαν, διοχετευτήκαν(ε), διοχετεύθηκαν, διοχετευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διοχετεύω ➤
|
θα διοχετεύσω ➤
|
θα διοχετεύομαι ➤
|
θα διοχετευτώ / διοχετευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διοχετεύεις, …
|
θα διοχετεύσεις, …
|
θα διοχετεύεσαι, …
|
θα διοχετευτείς / διοχετευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διοχετεύσει έχω, έχεις, … διοχετευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διοχετευτεί / διοχετευθεί είμαι, είσαι, … διοχετευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διοχετεύσει είχα, είχες, … διοχετευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διοχετευτεί / διοχετευθεί ήμουν, ήσουν, … διοχετευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διοχετεύσει θα έχω, θα έχεις, … διοχετευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διοχετευτεί / διοχετευθεί θα είμαι, θα είσαι, … διοχετευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διοχέτευε
|
διοχέτευσε
|
—
|
διοχετεύσου
|
2 pl
|
διοχετεύετε
|
διοχετεύστε
|
διοχετεύεστε
|
διοχετευτείτε, διοχετευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διοχετεύοντας ➤
|
διοχετευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διοχετεύσει ➤
|
διοχετευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διοχετεύσει
|
διοχετευτεί, διοχετευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|