δίπλα (dípla, “beside, next to”) + -νός (-nós, “positional suffix”).
διπλανός • (diplanós) m (feminine διπλανή, neuter διπλανό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διπλανός (diplanós) | διπλανή (diplaní) | διπλανό (diplanó) | διπλανοί (diplanoí) | διπλανές (diplanés) | διπλανά (diplaná) | |
genitive | διπλανού (diplanoú) | διπλανής (diplanís) | διπλανού (diplanoú) | διπλανών (diplanón) | διπλανών (diplanón) | διπλανών (diplanón) | |
accusative | διπλανό (diplanó) | διπλανή (diplaní) | διπλανό (diplanó) | διπλανούς (diplanoús) | διπλανές (diplanés) | διπλανά (diplaná) | |
vocative | διπλανέ (diplané) | διπλανή (diplaní) | διπλανό (diplanó) | διπλανοί (diplanoí) | διπλανές (diplanés) | διπλανά (diplaná) |
διπλανός • (diplanós) m (plural διπλανοί, feminine διπλανή)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διπλανός (diplanós) | διπλανοί (diplanoí) |
genitive | διπλανού (diplanoú) | διπλανών (diplanón) |
accusative | διπλανό (diplanó) | διπλανούς (diplanoús) |
vocative | διπλανέ (diplané) | διπλανοί (diplanoí) |