δίσκος (dískos, “disk”) + πριόνι (prióni, “saw”)
δισκοπρίονο • (diskopríono) n (plural δισκοπρίονα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δισκοπρίονο (diskopríono) | δισκοπρίονα (diskopríona) |
genitive | δισκοπριόνου (diskopriónou) δισκοπρίονου (diskopríonou) |
δισκοπριόνων (diskopriónon) δισκοπρίονων (diskopríonon) |
accusative | δισκοπρίονο (diskopríono) | δισκοπρίονα (diskopríona) |
vocative | δισκοπρίονο (diskopríono) | δισκοπρίονα (diskopríona) |