δοκιμαστικός σωλήνας • (dokimastikós solínas) m (plural δοκιμαστικοί σωλήνες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínas) | δοκιμαστικοί σωλήνες (dokimastikoí solínes) |
genitive | δοκιμαστικού σωλήνα (dokimastikoú solína) | δοκιμαστικών σωλήνων (dokimastikón solínon) |
accusative | δοκιμαστικό σωλήνα (dokimastikó solína) | δοκιμαστικούς σωλήνες (dokimastikoús solínes) |
vocative | δοκιμαστικέ σωλήνα (dokimastiké solína) | δοκιμαστικοί σωλήνες (dokimastikoí solínes) |