Perfect participle of δολοφονούμαι (dolofonoúmai), passive voice of δολοφονώ (“I murder”).
δολοφονημένος • (dolofoniménos) m (feminine δολοφονημένη, neuter δολοφονημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δολοφονημένος (dolofoniménos) | δολοφονημένη (dolofoniméni) | δολοφονημένο (dolofoniméno) | δολοφονημένοι (dolofoniménoi) | δολοφονημένες (dolofoniménes) | δολοφονημένα (dolofoniména) | |
genitive | δολοφονημένου (dolofoniménou) | δολοφονημένης (dolofoniménis) | δολοφονημένου (dolofoniménou) | δολοφονημένων (dolofoniménon) | δολοφονημένων (dolofoniménon) | δολοφονημένων (dolofoniménon) | |
accusative | δολοφονημένο (dolofoniméno) | δολοφονημένη (dolofoniméni) | δολοφονημένο (dolofoniméno) | δολοφονημένους (dolofoniménous) | δολοφονημένες (dolofoniménes) | δολοφονημένα (dolofoniména) | |
vocative | δολοφονημένε (dolofoniméne) | δολοφονημένη (dolofoniméni) | δολοφονημένο (dolofoniméno) | δολοφονημένοι (dolofoniménoi) | δολοφονημένες (dolofoniménes) | δολοφονημένα (dolofoniména) |