Learnedly from δορυφόρ(ος) (doryfór(os)) + -ικός (-ikós). Compare Ancient Greek δορυφορικός (doruphorikós, “of the guard”).[1]
δορυφορικός • (doryforikós) m (feminine δορυφορική, neuter δορυφορικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δορυφορικός • | δορυφορική • | δορυφορικό • | δορυφορικοί • | δορυφορικές • | δορυφορικά • |
genitive | δορυφορικού • | δορυφορικής • | δορυφορικού • | δορυφορικών • | δορυφορικών • | δορυφορικών • |
accusative | δορυφορικό • | δορυφορική • | δορυφορικό • | δορυφορικούς • | δορυφορικές • | δορυφορικά • |
vocative | δορυφορικέ • | δορυφορική • | δορυφορικό • | δορυφορικοί • | δορυφορικές • | δορυφορικά • |