δραματοποίηση • (dramatopoíisi) f (plural δραματοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραματοποίηση (dramatopoíisi) | δραματοποιήσεις (dramatopoiíseis) |
genitive | δραματοποίησης (dramatopoíisis) | δραματοποιήσεων (dramatopoiíseon) |
accusative | δραματοποίηση (dramatopoíisi) | δραματοποιήσεις (dramatopoiíseis) |
vocative | δραματοποίηση (dramatopoíisi) | δραματοποιήσεις (dramatopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: δραματοποιήσεως (dramatopoiíseos)