δύστηκτος • (dýstiktos) m (feminine δύστηκτη, neuter δύστηκτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δύστηκτος • | δύστηκτη • | δύστηκτο • | δύστηκτοι • | δύστηκτες • | δύστηκτα • |
genitive | δύστηκτου • | δύστηκτης • | δύστηκτου • | δύστηκτων • | δύστηκτων • | δύστηκτων • |
accusative | δύστηκτο • | δύστηκτη • | δύστηκτο • | δύστηκτους • | δύστηκτες • | δύστηκτα • |
vocative | δύστηκτε • | δύστηκτη • | δύστηκτο • | δύστηκτοι • | δύστηκτες • | δύστηκτα • |